-
1 μετάβασις
A moving over, shifting, e.g. of the body in walking, from one leg to the other, Hp.Mochl.20; change of position, Epicur.Ep.1p.16U.: pl., ib.p.17 U.2 passing over, ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον v.l. in Antipho 5.22; migration, change of residence,εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν Plu.2.78d
; μ. ποιεῖσθαι ἐπί .. BGU137.6 (ii A. D.).II change,τῶν πολιτειῶν γένεσις καὶ μ. Pl.Lg. 676c
;δοκεῖ ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεσθαι Id.R. 547c
;τῶν νομίμων Arist.Pol. 1303a22
(pl.);ἡ μ. ἐκ [τῶν φυτῶν] εἰς τὰ ζῷα συνεχής ἐστιν Id.HA 588b11
;μ. ἀπὸ ποιότητος εἰς ποιότητα Sor.2.15
;αἱ τῆς τραγῳδίας μ. Arist.Po. 1449a37
; but ἡ μ. the reversal of fortune in a drama, ib. 1455b28.2 inference or procedure by analogy, Phld. Rh.1.105 S., Sign.19, S.E.M.8.194;ἡ κατὰ τὸ ὅμοιον μ. Phld.Sign. 38
, al.; also in Medicine,ἡ τοῦ ὁμοίου μ. Gal.1.118
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάβασις
См. также в других словарях:
μετάβαση — η (ΑM μετάβασις) [μεταβαίνω] 1. η αλλαγή θέσης, η μετατόπιση από μία θέση σε άλλη ή η μετακίνηση από έναν τόπο σε άλλο (α. «η μετάβαση από την Αθήνα στον Βόλο» β. «πάλιν εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν μετάβασιν ἑαυτοῡ παρέβαλλε ταῑς βασιλέως ἔαρος μὲν ἐν … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek